Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελέτη
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
μεταμυθεύομαι
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώλιος
View word page
μεταμήθεια
μεταμήθεια
,
ἡ
,
A).
=
μετάνοια
,
Hsch.
μεταμίξ
, Adv.
mixedly
, Id.
ShortDef
mixedly
Debugging
Headword:
μεταμήθεια
Headword (normalized):
μεταμήθεια
Headword (normalized/stripped):
μεταμηθεια
IDX:
66795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66796
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταμήθεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετάνοια</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μεταμίξ</span>, Adv. <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixedly</span>, Id.</div> </div><br><br>'}