Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταμάζιος
μεταμάθησις
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελέτη
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
View word page
μεταμελητός
μεταμελ-ητός, , όν,
A). repented of, Hsch. s.v. πεδάγρετον .


ShortDef

repented of

Debugging

Headword:
μεταμελητός
Headword (normalized):
μεταμελητός
Headword (normalized/stripped):
μεταμελητος
IDX:
66790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταμελ-ητός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">repented of</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">πεδάγρετον</span> .</div> </div><br><br>'}