Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταλλουργός
μετάλμενος
μεταλογίζομαι
μεταλόγιον
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμάθησις
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελέτη
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
View word page
μετάμειψις
μετ-άμειψις [ᾰ],,
A). exchange: alteration, Sch.rec. A. Pr. 669 .


ShortDef

exchange: alteration

Debugging

Headword:
μετάμειψις
Headword (normalized):
μετάμειψις
Headword (normalized/stripped):
μεταμειψις
IDX:
66785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετ-άμειψις</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exchange: alteration</span>, Sch.rec.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:669" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:669/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 669 </a>.</div> </div><br><br>'}