Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέταλλον
μεταλλουργεῖον
μεταλλουργέω
μεταλλουργός
μετάλμενος
μεταλογίζομαι
μεταλόγιον
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμάθησις
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελέτη
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
View word page
μεταμαίομαι
μεταμαίομαι,
A). search after, chase, ἄγραν Pi. N. 3.81 .


ShortDef

to search after, chase

Debugging

Headword:
μεταμαίομαι
Headword (normalized):
μεταμαίομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταμαιομαι
IDX:
66782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταμαίομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">search after, chase</span>, <span class="quote greek">ἄγραν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:3:81" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:3.81/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 3.81 </a> .</div> </div><br><br>'}