Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταλλεύω
μεταλλίζομαι
μεταλλικός
μεταλλίτης
μεταλλοιόω
μεταλλοίωσις
μέταλλον
μεταλλουργεῖον
μεταλλουργέω
μεταλλουργός
μετάλμενος
μεταλογίζομαι
μεταλόγιον
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμάθησις
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
View word page
μετάλμενος
μετάλμενος
, aor. part. of
μεθάλλομαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μετάλμενος
Headword (normalized):
μετάλμενος
Headword (normalized/stripped):
μεταλμενος
IDX:
66776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66777
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετάλμενος</span>, aor. part. of <span class="foreign greek">μεθάλλομαι</span>.</div><br><br>'}