Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλεῖον
μεταλλεύς
μετάλλευσις
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλευτός
μεταλλεύω
μεταλλίζομαι
μεταλλικός
μεταλλίτης
μεταλλοιόω
μεταλλοίωσις
μέταλλον
μεταλλουργεῖον
μεταλλουργέω
μεταλλουργός
μετάλμενος
μεταλογίζομαι
View word page
μεταλλίζομαι
μεταλλ-ίζομαι,
A). to be condemned to hard labour in mines, Cod.Just. 11.41.7 .


ShortDef

to be condemned to hard labour in mines

Debugging

Headword:
μεταλλίζομαι
Headword (normalized):
μεταλλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταλλιζομαι
IDX:
66767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66768
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταλλ-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be condemned to hard labour in mines,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cod.Just.</span> 11.41.7 </span>.</div> </div><br><br>'}