Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετακύριον
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλγής
μεταλδήσκω
μεταλήγω
μεταληπτέον
μεταληπτικός
μετάληψις
μεταλισχευτέον
μεταλλαγή
μεταλλακτέον
μεταλλακτήρ
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάρχης
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
View word page
μεταλισχευτέον
μεταλισχευτέον,
A). one must transplant, Gp. 9.5.11 .


ShortDef

one must transplant

Debugging

Headword:
μεταλισχευτέον
Headword (normalized):
μεταλισχευτέον
Headword (normalized/stripped):
μεταλισχευτεον
IDX:
66749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταλισχευτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must transplant,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:9:5:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:9:5:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gp.</span> 9.5.11 </a>.</div> </div><br><br>'}