Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακαλυπτήρια
ἀνακάλυπτρα
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανδα
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
ἀνακέαται
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
View word page
ἀνάκανδα
ἀνάκανδα· ἐν ὑπερῴῳ ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάκανδα
Headword (normalized):
ἀνάκανδα
Headword (normalized/stripped):
ανακανδα
IDX:
6674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6675
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάκανδα·</span> <span class="foreign greek">ἐν ὑπερῴῳ</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}