Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μετακύνιον
μετακύριον
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλγής
μεταλδήσκω
μεταλήγω
μεταληπτέον
μεταληπτικός
μετάληψις
μεταλισχευτέον
View word page
μετακύριον
μετακύριον· φοινικόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετακύριον
Headword (normalized):
μετακύριον
Headword (normalized/stripped):
μετακυριον
IDX:
66739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66740
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακύριον·</span> <span class="foreign greek">φοινικόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}