Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μετακύνιον
μετακύριον
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλγής
μεταλδήσκω
μεταλήγω
μεταληπτέον
μεταληπτικός
μετάληψις
View word page
μετακύνιον
μετακύνιον [ῠ],
A). = μεσοκύνιον , Hippiatr. 117 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετακύνιον
Headword (normalized):
μετακύνιον
Headword (normalized/stripped):
μετακυνιον
IDX:
66738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66739
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακύνιον</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μεσοκύνιον</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 117 </span>.</div> </div><br><br>'}