μετακόσμησις
μετακόσμ-ησις, εως, ἡ,
A). new arrangement, change of condition, Lg. 892a ; μ. νεανική .. περὶ τὰ ζῷα D. 3.12 ; ἡ τῶν ἐδεστῶν τάξις καὶ μ. , cf. 2.733f 31
2). generally, conversion, change of character, . 2.75e