Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετακλύζω
μετακοιμάομαι
μετακοιμίζομαῑ
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακόκκω
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
View word page
μετακομιστέος
μετακομ-ιστέος
,
α
,
ον
,
A).
to betransported
,
Plu.
2.710f
.
ShortDef
to betransported
Debugging
Headword:
μετακομιστέος
Headword (normalized):
μετακομιστέος
Headword (normalized/stripped):
μετακομιστεος
IDX:
66726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66727
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακομ-ιστέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to betransported</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.710f </span>.</div> </div><br><br>'}