μετακομ-ίζω,
A). transport,
κατασκευὴν ὡς αὑτούς Hell.Oxy. 12.4 ;
εἰς ἀμείνω τινὰ τόπον Pl. Lg. 904e ( Pass.);
ἐπιστολὴν πρός τινα PHib. 1.82.8 (iii B.C.): metaph., of a person,
εἰς τοὺς ἐκείνων μετακεκομίσθαι νόμους J. AJ 20.2.3 :— Med.,
cause to be carried over,
ἱερὰ πατρῷα Lycurg. 56 .