Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμάομαι
μετακοιμίζομαῑ
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακόκκω
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
View word page
μετακομιδή
μετακομ-ῐδή
,
ἡ
,
A).
transporting, conveying,
Gloss.
: pl.,
Gal.
18(2).503
.
ShortDef
transporting, conveying
Debugging
Headword:
μετακομιδή
Headword (normalized):
μετακομιδή
Headword (normalized/stripped):
μετακομιδη
IDX:
66723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66724
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακομ-ῐδή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transporting, conveying,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span></span>: pl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).503 </span>.</div> </div><br><br>'}