Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετακίνησις
μετακινητέος
μετακινητός
μετακιόνιον
μετακιρνάω
μετακλαίω
μετακλάω
μετακλείω
μετακληρουχέω
μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμάομαι
μετακοιμίζομαῑ
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακόκκω
μετακολουθέω
View word page
μετακλητέος
μετα-κλητέος, α, ον,
A). to be summoned, Gloss.


ShortDef

to be summoned

Debugging

Headword:
μετακλητέος
Headword (normalized):
μετακλητέος
Headword (normalized/stripped):
μετακλητεος
IDX:
66712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετα-κλητέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be summoned,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}