Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετακινέω
μετακίνημα
μετακίνησις
μετακινητέος
μετακινητός
μετακιόνιον
μετακιρνάω
μετακλαίω
μετακλάω
μετακλείω
μετακληρουχέω
μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμάομαι
μετακοιμίζομαῑ
μετάκοινος
μετακοίνωνος
View word page
μετακληρουχέω
μετακληρουχέω,
A). transfer to another κληρουχία, PTeb. 61 (a). 107 (ii B.C.), al.( Pass.).


ShortDef

transfer to another

Debugging

Headword:
μετακληρουχέω
Headword (normalized):
μετακληρουχέω
Headword (normalized/stripped):
μετακληρουχεω
IDX:
66710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακληρουχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transfer to another</span> <span class="foreign greek">κληρουχία</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 61 </span>(a).<span class="bibl"> 107 </span> (ii B.C.), al.( Pass.).</div> </div><br><br>'}