Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετακέρασμα
μετακιάθω
μετακινέω
μετακίνημα
μετακίνησις
μετακινητέος
μετακινητός
μετακιόνιον
μετακιρνάω
μετακλαίω
μετακλάω
μετακλείω
μετακληρουχέω
μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμάομαι
μετακοιμίζομαῑ
View word page
μετακλάω
μετακλάω,
A). = συγκλάω , Sm. Ps. 74(75).11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετακλάω
Headword (normalized):
μετακλάω
Headword (normalized/stripped):
μετακλαω
IDX:
66708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακλάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συγκλάω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 74(75).11 </span>.</div> </div><br><br>'}