μετακίνησις
μετακῑ/ν-ησις, εως, ἡ,
A). shifting: motion in space, e.g. of rotation about an axis, κατὰ πᾶς αν μ., ἐν πάσῃ μ., , 1 ; 1 dislocation, σφονδύλων . 8.269
2). generally, change, Insomn. 90 , HP 2.2.12 ; μετακινήσεις τοῦ κόσμου Pr. 892a27 ; ἡ ἐς τὸ βαρβαρικώτερον μ. An. 4.8.4 .