μετακιάθω
μετακῑάθω [ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. μετεκίαθον,
A). follow after, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μ. , cf. 11.52 18.532 : c.acc., chase, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16.685 ; τὸν δὲ κύνες μ. 18.581 .
II). visit, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. , cf. 1.22 Dian. 46 ; go to seek, ; simply, 3.802 come to, κρήνην . 1.1221