Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακαίω
ἀνακαλαμάομαι
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακάλυπτρα
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανδα
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
View word page
ἀνακαμπτικός
ἀνακαμπ-τικός, , όν,
A). returning, διαυλωνισμός Eust. 1107.63 .


ShortDef

returning

Debugging

Headword:
ἀνακαμπτικός
Headword (normalized):
ἀνακαμπτικός
Headword (normalized/stripped):
ανακαμπτικος
IDX:
6669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6670
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακαμπ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">returning,</span> <span class="quote greek">διαυλωνισμός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1107:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1107.63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1107.63 </a> .</div> </div><br><br>'}