Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταίχμιος
μεταιωρέομαι
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
μετακατατροπή
μετακαταχέω
μετακαταψύχομαι
μετάκειμαι
μετακενόω
μετακεντρίζω
μετακεράννυμι
μετάκερας
μετακέρασμα
μετακιάθω
μετακινέω
View word page
μετακατατροπή
μετακατα-τροπή, Dor. μετακατα-τροπά, , section of the νόμος κιθαρῳδικός, Poll. 4.66 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετακατατροπή
Headword (normalized):
μετακατατροπή
Headword (normalized/stripped):
μετακατατροπη
IDX:
66690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66691
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακατα-τροπή</span>, Dor. <span class="orth greek">μετακατα-τροπά</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, section of the <span class="foreign greek">νόμος κιθαρῳδικός</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:66" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.66/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.66 </a>.</div><br><br>'}