Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταίφνιος
μεταιχμεῖ
μεταίχμιος
μεταιωρέομαι
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
μετακατατροπή
μετακαταχέω
μετακαταψύχομαι
μετάκειμαι
μετακενόω
μετακεντρίζω
μετακεράννυμι
μετάκερας
μετακέρασμα
View word page
μετακατασκευάζω
μετακατα-σκευάζω,
A). repair, refashion, IG 22.840.14 , 27 ( Act. and Pass.).


ShortDef

repair, refashion

Debugging

Headword:
μετακατασκευάζω
Headword (normalized):
μετακατασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
μετακατασκευαζω
IDX:
66688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακατα-σκευάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">repair, refashion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.840.14 </span>, <span class="bibl"> 27 </span> ( Act. and Pass.).</div> </div><br><br>'}