Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτησις
μεταίτιος
μεταίφνιος
μεταιχμεῖ
μεταίχμιος
μεταιωρέομαι
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
μετακατατροπή
μετακαταχέω
μετακαταψύχομαι
μετάκειμαι
μετακενόω
View word page
μετακαθοπλίζω
μετακαθ-οπλίζω,
A). arm differently, Plb. 3.87.3 .


ShortDef

arm differently

Debugging

Headword:
μετακαθοπλίζω
Headword (normalized):
μετακαθοπλίζω
Headword (normalized/stripped):
μετακαθοπλιζω
IDX:
66684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66685
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακαθ-οπλίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arm differently</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:3:87:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:3:87:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 3.87.3 </a>.</div> </div><br><br>'}