Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτησις
μεταίτιος
μεταίφνιος
μεταιχμεῖ
μεταίχμιος
μεταιωρέομαι
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
μετακατατροπή
μετακαταχέω
μετακαταψύχομαι
View word page
μετακαθέζομαι
μετακαθ-έζομαι, Med.,
A). change one's seat, μετεκαθέζετο ἐπὶ τὸν ἑξῆς θρόνον Luc. Icar. 26 .


ShortDef

to change one's seat

Debugging

Headword:
μετακαθέζομαι
Headword (normalized):
μετακαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετακαθεζομαι
IDX:
66682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66683
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετακαθ-έζομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change one\'s seat</span>, <span class="quote greek">μετεκαθέζετο ἐπὶ τὸν ἑξῆς θρόνον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg021:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg021:26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Icar.</span> 26 </a> .</div> </div><br><br>'}