Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταιονάω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτησις
μεταίτιος
μεταίφνιος
μεταιχμεῖ
μεταίχμιος
μεταιωρέομαι
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
μετακατατροπή
μετακαταχέω
View word page
μεταιωρέομαι
μεταιωρέομαι,
A). gloss on ἀνεπτέρωμαι , Sch. Ar. Av. 433 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταιωρέομαι
Headword (normalized):
μεταιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταιωρεομαι
IDX:
66681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταιωρέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀνεπτέρωμαι</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg006.perseus-grc1:433" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg006.perseus-grc1:433/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Av.</span> 433 </a>.</div> </div><br><br>'}