Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταΐγδην
μεταΐζω
μεταιονάω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτησις
μεταίτιος
μεταίφνιος
μεταιχμεῖ
μεταίχμιος
μεταιωρέομαι
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
View word page
μεταιχμεῖ
μετ-αιχμεῖ· μοχθεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταιχμεῖ
Headword (normalized):
μεταιχμεῖ
Headword (normalized/stripped):
μεταιχμει
IDX:
66679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66680
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετ-αιχμεῖ·</span> <span class="foreign greek">μοχθεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}