Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταιβολία
μεταΐγδην
μεταΐζω
μεταιονάω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτησις
μεταίτιος
μεταίφνιος
μεταιχμεῖ
μεταίχμιος
μεταιωρέομαι
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
View word page
μεταίφνιος
μεταίφνιος, ον,
A). = ἐξαπίνης , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταίφνιος
Headword (normalized):
μεταίφνιος
Headword (normalized/stripped):
μεταιφνιος
IDX:
66678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταίφνιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐξαπίνης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}