Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταδρομή
μετάδρομος
Μετάδως
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μεταζήτησις
μετάθεσις
μεταδρομθετέον
μεταδρόμθετος
μεταθέω
μεταθύω
μεταιβολία
μεταΐγδην
μεταΐζω
μεταιονάω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτησις
μεταίτιος
View word page
μεταθύω
μεταθύω
,
A).
appease by sacrifice
,
ἱλαξάσθω τὸν θεὸν καὶ μεταθυσάτω
Schwyzer
321.4
(Delph., v B. C.).
ShortDef
appease by sacrifice
Debugging
Headword:
μεταθύω
Headword (normalized):
μεταθύω
Headword (normalized/stripped):
μεταθυω
IDX:
66667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66668
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταθύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appease by sacrifice</span>, <span class="quote greek">ἱλαξάσθω τὸν θεὸν καὶ μεταθυσάτω</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 321.4 </span> (Delph., v B. C.).</div> </div><br><br>'}