Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταδιατάσσω
μεταδιατίθεμαι
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδιεράω
μεταδιοικέω
μεταδιοίκησις
μεταδίομαι
μεταδιορθόω
μεταδιόρθωσις
μεταδιορισμός
μεταδιωκτέον
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδίωξις
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μεταδόσιμον
μετάδοσις
μεταδοτέον
View word page
μεταδιορισμός
μεταδιορισμός, ,
A). change which produces distinction, Dam. Pr. 230 .


ShortDef

change which produces distinction

Debugging

Headword:
μεταδιορισμός
Headword (normalized):
μεταδιορισμός
Headword (normalized/stripped):
μεταδιορισμος
IDX:
66641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταδιορισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change which produces distinction</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:230" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:230/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 230 </a>.</div> </div><br><br>'}