Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδιαταγή
μεταδιατάσσω
μεταδιατίθεμαι
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδιεράω
μεταδιοικέω
μεταδιοίκησις
μεταδίομαι
μεταδιορθόω
μεταδιόρθωσις
μεταδιορισμός
μεταδιωκτέον
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδίωξις
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
View word page
μεταδίομαι
μεταδίομαι [ῐ],
A). pursue, μετά με δρόμοισι διόμενοι A. Supp. 819 (lyr.).


ShortDef

pursue

Debugging

Headword:
μεταδίομαι
Headword (normalized):
μεταδίομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταδιομαι
IDX:
66638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταδίομαι</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pursue</span>, <span class="quote greek">μετά με δρόμοισι διόμενοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg001.perseus-grc1:819" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg001.perseus-grc1:819/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.</span> 819 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}