Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταδετέον
μεταδεῦσαν
μεταδέχομαι
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδιαταγή
μεταδιατάσσω
μεταδιατίθεμαι
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδιεράω
μεταδιοικέω
μεταδιοίκησις
μεταδίομαι
μεταδιορθόω
μεταδιόρθωσις
μεταδιορισμός
μεταδιωκτέον
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδίωξις
View word page
μεταδιεράω
μεταδιεράω,
A). strain, filter, POxy. 1631.17 (iii A. D.).


ShortDef

strain, filter

Debugging

Headword:
μεταδιεράω
Headword (normalized):
μεταδιεράω
Headword (normalized/stripped):
μεταδιεραω
IDX:
66635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταδιεράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strain, filter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1631.17 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}