Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταγραφή
μεταγραφικός
μεταγράφω
μετάγω
μεταγωγεύς
μεταγωγή
μεταγωγός
μεταδαίνυμαι
μεταδειπνέω
μεταδετέον
μεταδεῦσαν
μεταδέχομαι
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδιαταγή
μεταδιατάσσω
μεταδιατίθεμαι
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδιεράω
μεταδιοικέω
View word page
μεταδεῦσαν
μεταδεῦσαν· μετάνοιαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταδεῦσαν
Headword (normalized):
μεταδεῦσαν
Headword (normalized/stripped):
μεταδευσαν
IDX:
66626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταδεῦσαν·</span> <span class="foreign greek">μετάνοιαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}