Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
μεταγραπτέον
μεταγραφεύς
μεταγραφή
μεταγραφικός
μεταγράφω
μετάγω
μεταγωγεύς
μεταγωγή
μεταγωγός
μεταδαίνυμαι
μεταδειπνέω
μεταδετέον
View word page
μεταγραφεύς
μεταγρᾰφ-εύς, έως, ,
A). transcriber, copyist, A pollon. Mir. 6 , Tz.ad Lyc. 354 .


ShortDef

transcriber, copyist

Debugging

Headword:
μεταγραφεύς
Headword (normalized):
μεταγραφεύς
Headword (normalized/stripped):
μεταγραφευς
IDX:
66615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66616
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταγρᾰφ-εύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transcriber, copyist</span>, A pollon.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Mir.</span> 6 </span>, Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 354 </span>.</div> </div><br><br>'}