Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτο
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
μεταγραπτέον
μεταγραφεύς
μεταγραφή
μεταγραφικός
μεταγράφω
μετάγω
μεταγωγεύς
μεταγωγή
μεταγωγός
View word page
μεταγραμματίζω
μεταγραμμᾰτ-ίζω
,
A).
transpose the letters of a word, Vit.Lyc.
p.5
S.
( Pass.).
ShortDef
transpose the letters of a word
Debugging
Headword:
μεταγραμματίζω
Headword (normalized):
μεταγραμματίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταγραμματιζω
IDX:
66612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66613
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταγραμμᾰτ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transpose the letters of a word, Vit.Lyc.</span> <span class="bibl"> p.5 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}