Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαθίννυμαι
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινουργέω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλαμάομαι
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακάλυπτρα
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
View word page
ἀνακαλαμάομαι
ἀνακαλαμάομαι,
A). = ἀναθερίζω , in aor. 1 -ησάμην, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακαλαμάομαι
Headword (normalized):
ἀνακαλαμάομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακαλαμαομαι
IDX:
6660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακαλαμάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναθερίζω</span> , in aor. 1 <span class="foreign greek">-ησάμην,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}