Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μεταβουλία
μετάβουλος
μετάβρασκος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτο
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
μεταγραπτέον
View word page
Μεταγειτο
Μεταγειτο
(abbrev.)
IG
22.1672.34
.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Μεταγειτο
Headword (normalized):
μεταγειτο
Headword (normalized/stripped):
μεταγειτο
IDX:
66604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66605
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Μεταγειτο</span> (abbrev.) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1672.34 </span>.)</div><br><br>'}