Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολία
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μεταβουλία
μετάβουλος
μετάβρασκος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτο
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
View word page
μετάβρασκος
μετάβρασκος
:
μέτριος ἑρμηνεύς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μετάβρασκος
Headword (normalized):
μετάβρασκος
Headword (normalized/stripped):
μεταβρασκος
IDX:
66598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66599
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετάβρασκος</span>: <span class="foreign greek">μέτριος ἑρμηνεύς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}