Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολία
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μεταβουλία
μετάβουλος
μετάβρασκος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτο
μεταγενής
μεταγεννάω
View word page
μεταβουλία
μεταβουλ-ία, ,
A). f.l. for μεταιβολία in Simon. 37.17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεταβουλία
Headword (normalized):
μεταβουλία
Headword (normalized/stripped):
μεταβουλια
IDX:
66596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66597
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταβουλ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">μεταιβολία</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:37:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0261.tlg001:37.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simon.</span> 37.17 </a>.</div> </div><br><br>'}