Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταβλητέον
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολία
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μεταβουλία
μετάβουλος
μετάβρασκος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτο
View word page
μεταβούλευμα
μεταβούλ-ευμα, ατος, τό,
A). change of plan, Sm. Jb. 21.2 .


ShortDef

change of plan

Debugging

Headword:
μεταβούλευμα
Headword (normalized):
μεταβούλευμα
Headword (normalized/stripped):
μεταβουλευμα
IDX:
66594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταβούλ-ευμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change of plan</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jb.</span> 21.2 </span>.</div> </div><br><br>'}