Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταβλέπω
μετάβλημα
μεταβλητέον
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολία
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μεταβουλία
μετάβουλος
μετάβρασκος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
View word page
μεταβολιμαῖος
μεταβολ-ιμαῖος
,
A).
translaticius,
Gloss.
ShortDef
translaticius
Debugging
Headword:
μεταβολιμαῖος
Headword (normalized):
μεταβολιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
μεταβολιμαιος
IDX:
66592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66593
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταβολ-ιμαῖος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">translaticius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}