Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαθίννυμαι
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινουργέω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλαμάομαι
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακάλυπτρα
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
View word page
ἀνάκαιον
ἀνάκαιον, τό,
A). v. ἀναγκαῖον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάκαιον
Headword (normalized):
ἀνάκαιον
Headword (normalized/stripped):
ανακαιον
IDX:
6658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάκαιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναγκαῖον.</span> </div> </div><br><br>'}