Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μετάβλημα
μεταβλητέον
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολία
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μεταβουλία
μετάβουλος
View word page
μεταβοθρεύω
μεταβοθρεύω
,
A).
move into another trench, transplant
,
Hsch.
ShortDef
move into another trench, transplant
Debugging
Headword:
μεταβοθρεύω
Headword (normalized):
μεταβοθρεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταβοθρευω
IDX:
66587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66588
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταβοθρεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">move into another trench, transplant</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}