Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μετάβλημα
μεταβλητέον
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολία
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
View word page
μετάβλημα
μετά-βλημα, ατος, τό, poet. for μεταβολή, Man. 4.522 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετάβλημα
Headword (normalized):
μετάβλημα
Headword (normalized/stripped):
μεταβλημα
IDX:
66583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετά-βλημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, poet. for <span class="foreign greek">μεταβολή</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:522" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.522/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.522 </a>.</div><br><br>'}