Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μετάβλημα
μεταβλητέον
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολία
View word page
μεταβιόω
μεταβῐόω, aor. inf.-βιῶναι,
A). live after, survive, Placit. 5.19.4 .


ShortDef

live after, survive

Debugging

Headword:
μεταβιόω
Headword (normalized):
μεταβιόω
Headword (normalized/stripped):
μεταβιοω
IDX:
66580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταβῐόω</span>, aor. inf.-<span class="foreign greek">βιῶναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">live after, survive,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Placit.</span> 5.19.4 </span>.</div> </div><br><br>'}