Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μετάβλημα
μεταβλητέον
View word page
μεταβάτης
μετα-βάτης [ᾰ],, = Lat.
A). desultor, trick-rider, Hsch. s.v. ζευγηλάτης .


ShortDef

desultor, trick-rider

Debugging

Headword:
μεταβάτης
Headword (normalized):
μεταβάτης
Headword (normalized/stripped):
μεταβατης
IDX:
66574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετα-βάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">desultor, trick-rider</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ζευγηλάτης</span> .</div> </div><br><br>'}