Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαθίννυμαι
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινουργέω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνάκαιον
ἀνακαίω
ἀνακαλαμάομαι
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακάλυπτρα
View word page
ἀνακαινουργέω
ἀνακαινουργέω,
A). = ἀνακαινίζω , prob. l. in AP 14.60 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακαινουργέω
Headword (normalized):
ἀνακαινουργέω
Headword (normalized/stripped):
ανακαινουργεω
IDX:
6655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακαινουργέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνακαινίζω</span> , prob. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 14.60 </span>.</div> </div><br><br>'}