Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσσογέως
μέσσοθεν
μέσσοθῐ
μες<ς>οικέται
μεσσόπλουτον
μεσσόρης
μέσσορος
μέσσος
μες<ς>οτύλαρον
μέστα
μέστακα
μέστε
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφᾰ
μέσφι
μεσῳδικός
View word page
μέστακα
μέστακα· τὴν μεμασημένην τροφήν, Hsch.; cf. μάσταξ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέστακα
Headword (normalized):
μέστακα
Headword (normalized/stripped):
μεστακα
IDX:
66554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέστακα·</span> <span class="foreign greek">τὴν μεμασημένην τροφήν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μάσταξ</span>.</div><br><br>'}