Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσσηγυδορποχέστης
μεσσήρης
μεσσογενής
μεσσογέως
μέσσοθεν
μέσσοθῐ
μες<ς>οικέται
μεσσόπλουτον
μεσσόρης
μέσσορος
μέσσος
μες<ς>οτύλαρον
μέστα
μέστακα
μέστε
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
View word page
μέσσος
μέσσος, η, ον, Ep. and Aeol. for μέσος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέσσος
Headword (normalized):
μέσσος
Headword (normalized/stripped):
μεσσος
IDX:
66551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέσσος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ep. and Aeol. for <span class="foreign greek">μέσος</span> (q.v.).</div><br><br>'}