Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μέσσαβον
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσηγυδορποχέστης
μεσσήρης
μεσσογενής
μεσσογέως
μέσσοθεν
μέσσοθῐ
μες<ς>οικέται
μεσσόπλουτον
μεσσόρης
μέσσορος
μέσσος
μες<ς>οτύλαρον
μέστα
μέστακα
μέστε
μεστός
μεστότης
μεστόω
View word page
μεσσόπλουτον
μεσσό-πλουτον
προσόψημα· τὸ σκώληκα ποιῆσαν
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεσσόπλουτον
Headword (normalized):
μεσσόπλουτον
Headword (normalized/stripped):
μεσσοπλουτον
IDX:
66548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66549
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσσό-πλουτον</span> <span class="foreign greek">προσόψημα· τὸ σκώληκα ποιῆσαν</span>, Id.</div><br><br>'}