Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσόχωρος
μεσόω
μεσπίλη
μέσπιλον
μεσπιλώδης
μέσπλη
μεσπόδι
μέσσαβον
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσηγυδορποχέστης
μεσσήρης
μεσσογενής
μεσσογέως
μέσσοθεν
μέσσοθῐ
μες<ς>οικέται
μεσσόπλουτον
μεσσόρης
μέσσορος
μέσσος
View word page
μεσσηγυδορποχέστης
μεσσηγῠ-δορπο-χέστης,
A). = ὁ μεσηγὺ δόρπου χέζων , Hippon. 127 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσσηγυδορποχέστης
Headword (normalized):
μεσσηγυδορποχέστης
Headword (normalized/stripped):
μεσσηγυδορποχεστης
IDX:
66541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσσηγῠ-δορπο-χέστης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁ μεσηγὺ δόρπου χέζων</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0233.tlg001:127" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0233.tlg001:127/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippon.</span> 127 </a>.</div> </div><br><br>'}